-
1 настил
1. (из досок) η επίστρωση, το επίστρωματο σανίδωμα2. (из плит) το δάπεδο (με πλάκες) 3. (листовой) το έλασμα- второго дна мор. άνω - του διπυθμένου, η άνω οροφή διπυθμένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настил
-
2 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель